Εκαθήμην μίαν εσπέραν μετά το δείπνον εις το Καζίνον του Αγίου Στεφάνου, εν Ραμλίω. Ο φίλος μου Αλέξανδρος Α., όστις κατώκει εις το Καζίνον, μας είχε προσκαλέσει εμέ και ένα άλλον νέον πολύ σχετικόν μας να δειπνήσωμεν μαζύ του. Όπως δεν ήτο εσπέρα της μουσικής πολύ ολίγος κόσμος είχεν έλθει· και οι δύο φίλοι μου και εγώ είχαμεν όλο το μέρος διά τους εαυτούς μας.
Ομιλούσαμε περί διαφόρων πραγμάτων, και όπως δεν είμεθα εκ των πολύ πλουσίων ήλθεν αρκετά φυσικά η ομιλία περί χρημάτων, περί της ανεξαρτησίας την οποίαν δίδουν και περί των ηδονών αι οποίαι τα ακολουθούν.
Ο είς εκ των φίλων μου έλεγεν ότι ήθελε να έχη 3.000.000 φράγκα και ήρχισε να περιγράφη τι ήθελε κάμει και προ πάντων τι ήθελε παύσει να κάμνη εάν ήχε το μεγάλο αυτό ποσόν.
Εγώ, ολιγαρκέστερος, ηρκούμην εις 20.000 φράγκα εισόδημα τον χρόνον.
Ο Αλέξανδρος Α. είπεν,
«Εάν ήθελον θα ήμην τώρα ποιος ξεύρει ποσάκις εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα».
Οι λόγοι αυτοί μας εφάνησαν περίεργοι. Εγνωρίζαμεν καλά την ζωήν του φίλου μας Α. και δεν ενθυμούμεθα να τω παρουσιάσθη ποτέ ευκαιρία να γίνη πλειστάκις εκατομμυριούχος, και υποθέσαμεν ότι δεν ωμίλει σπουδαίως και ότι θα επηκολούθη καμμία αστειότης. Αλλά το πρόσωπον του φίλου μας ήτο πολύ σοβαρόν και τον εζητήσαμεν την εξήγησιν της αινιγματικής φράσεώς του.
Εδίστασεν επί μίαν στιγμήν ― αλλ’ έπειτα είπεν·
«Εάν ήμην εις άλλην συντροφιά ―αίφνης μεταξύ των λεγομένων “ανεπτυγμένων ανθρώπων”― δεν θα εξηγούμην, διότι θα με περιγελούσαν. Αλλά ημείς ευρισκόμεθα κομμάτι πλέον υψηλά από τους λεγομένους “ανεπτυγμένους ανθρώπους”, δηλαδή η τελεία πνευματική ανάπτυξις μας έκαμε πάλιν απλούς, αλλά απλούς άνευ αμαθείας. Εκάμαμεν όλον τον γύρον. Όθεν φυσικώς επιστρέψαμεν εις το πρώτον σημείον. Οι άλλοι έμειναν εις τα μισά. Δεν ξεύρουν, ουδέ εικάζουν, πού τελειώνει ο δρόμος».
Οι λόγοι ούτοι δεν μας εξέπληξαν διόλου. Είχαμεν απόλυτον υπόληψιν ο καθείς δι’ εαυτόν και διά τους άλλους δύο.
«Ναι», επανέλαβεν ο Αλέξανδρος, «αν ετολμούσα θα ήμην υπερεκατομμυριούχος ― αλλ’ εφοβήθηκα.
»Είναι 10 χρόνων ομιλία. Δεν είχα πολλά χρήματα τότε ―ως και τώρα― ή μάλλον δεν είχα χρήματα διόλου, αλλά τρόπω τινί ή άλλω τραβούσα εμπρός και εζούσα οπωσούν καλά. Κατοικούσα εις ένα σπίτι εις την Οδόν Σερίφ πασά. Το εκρατούσε μία χήρα Ιταλίς. Είχα τρία δωμάτια καλώς επιπλωμένα και ένα υπηρέτην ιδιαίτερον, εκτός της υπηρεσίας της οικοδεσποίνης η οποία ήτο εις την διάθεσίν μου.